- ἐκπρέπεια
- ἐκπρέπ-εια, ἡ,A excellence, Iamb.VP5.23.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
εκπρέπεια — ἐκπρέπεια, η (Α) λαμπρότητα, υπεροχή … Dictionary of Greek
ἐκπρεπείας — ἐκπρεπείᾱς , ἐκπρέπεια excellence fem acc pl ἐκπρεπείᾱς , ἐκπρέπεια excellence fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)